μαιεύτρια

μαιεύτρια
μαι-εύτρια, ,
A midwife, S.Fr.99, Gal.Nat.Fac.3.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαιεύτρια — midwife fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιεύτρια — η (AM μαιεύτρια) η μαία νεοελλ. η μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα τρια] …   Dictionary of Greek

  • μαιευτριῶν — μαιεύτρια midwife fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτρίαις — μαιεύτρια midwife fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιεύτριαι — μαιεύτρια midwife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιεύτριαν — μαιεύτρια midwife fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”